- εκλειπτικός
- -ή, -ό (Α ἐκλειπτικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκλειψηνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η εκλειπτικήο μέγιστος κύκλος τής ουράνιας σφαίρας τον οποίο διαγράφει η γη κατά την περιφορά της γύρω από τον ήλιοαρχ.1. αυτός που προκλήθηκε από έκλειψη2. μέρος τού σεληνιακού κύκλου όπου γίνονται εκλείψεις3. γραμμ. ελλειπτικός4. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐκλειπτικός (ενν. κύκλος)ο ηλιακός, επειδή στο επίπεδό του πρέπει να συμπέσουν ο ήλιος και η σελήνη για να γίνει έκλειψη.
Dictionary of Greek. 2013.